Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυχεύω
νυχηβόρος
νυχθήμερον
νυχθήμερος
νύχιος
Νωβελίων
νώγαλα
νωγαλεύω
νωδογέρων
νωδός
νωδότης
νωδυνία
νώδυνος
νώθεια
νωθής
νώθουρος
νωθρεία
νωθρεπιθέτης
νωθρεύω
νωθρίη
νωθροκάρδιος
View word page
νωδότης
toothlessness

ShortDef

toothlessness

Debugging

Headword:
νωδότης
Headword (normalized):
νωδότης
Headword (normalized/stripped):
νωδοτης
IDX:
60025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60026
Key:

Data

{'content': 'toothlessness'}