Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νύχευμα
νυχεύω
νυχηβόρος
νυχθήμερον
νυχθήμερος
νύχιος
Νωβελίων
νώγαλα
νωγαλεύω
νωδογέρων
νωδός
νωδότης
νωδυνία
νώδυνος
νώθεια
νωθής
νώθουρος
νωθρεία
νωθρεπιθέτης
νωθρεύω
νωθρίη
View word page
νωδός
toothless

ShortDef

toothless

Debugging

Headword:
νωδός
Headword (normalized):
νωδός
Headword (normalized/stripped):
νωδος
IDX:
60024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60025
Key:

Data

{'content': 'toothless'}