Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυχαυγής
νύχευμα
νυχεύω
νυχηβόρος
νυχθήμερον
νυχθήμερος
νύχιος
Νωβελίων
νώγαλα
νωγαλεύω
νωδογέρων
νωδός
νωδότης
νωδυνία
νώδυνος
νώθεια
νωθής
νώθουρος
νωθρεία
νωθρεπιθέτης
νωθρεύω
View word page
νωδογέρων
toothless old man

ShortDef

toothless old man

Debugging

Headword:
νωδογέρων
Headword (normalized):
νωδογέρων
Headword (normalized/stripped):
νωδογερων
IDX:
60023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60024
Key:

Data

{'content': 'toothless old man'}