Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νύσταξις
νυχαυγής
νύχευμα
νυχεύω
νυχηβόρος
νυχθήμερον
νυχθήμερος
νύχιος
Νωβελίων
νώγαλα
νωγαλεύω
νωδογέρων
νωδός
νωδότης
νωδυνία
νώδυνος
νώθεια
νωθής
νώθουρος
νωθρεία
νωθρεπιθέτης
View word page
νωγαλεύω
munch dainties
ShortDef
munch dainties
Debugging
Headword:
νωγαλεύω
Headword (normalized):
νωγαλεύω
Headword (normalized/stripped):
νωγαλευω
IDX:
60022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60023
Key:
Data
{'content': 'munch dainties'}