Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυσταλέος
νύσταλος
νύσταξις
νυχαυγής
νύχευμα
νυχεύω
νυχηβόρος
νυχθήμερον
νυχθήμερος
νύχιος
Νωβελίων
νώγαλα
νωγαλεύω
νωδογέρων
νωδός
νωδότης
νωδυνία
νώδυνος
νώθεια
νωθής
νώθουρος
View word page
Νωβελίων
Nobilior

ShortDef

Nobilior

Debugging

Headword:
Νωβελίων
Headword (normalized):
νωβελίων
Headword (normalized/stripped):
νωβελιων
IDX:
60020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60021
Key:

Data

{'content': 'Nobilior'}