Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυσταγμός
νυστάζω
νυστακτής
νυστακτικῶς
νυσταλέος
νύσταλος
νύσταξις
νυχαυγής
νύχευμα
νυχεύω
νυχηβόρος
νυχθήμερον
νυχθήμερος
νύχιος
Νωβελίων
νώγαλα
νωγαλεύω
νωδογέρων
νωδός
νωδότης
νωδυνία
View word page
νυχηβόρος
devouring by night

ShortDef

devouring by night

Debugging

Headword:
νυχηβόρος
Headword (normalized):
νυχηβόρος
Headword (normalized/stripped):
νυχηβορος
IDX:
60016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60017
Key:

Data

{'content': 'devouring by night'}