Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νυσήιον
νύσσα
νύσσω
νύσταγμα
νυσταγμός
νυστάζω
νυστακτής
νυστακτικῶς
νυσταλέος
νύσταλος
νύσταξις
νυχαυγής
νύχευμα
νυχεύω
νυχηβόρος
νυχθήμερον
νυχθήμερος
νύχιος
Νωβελίων
νώγαλα
νωγαλεύω
View word page
νύσταξις
drowsiness
ShortDef
drowsiness
Debugging
Headword:
νύσταξις
Headword (normalized):
νύσταξις
Headword (normalized/stripped):
νυσταξις
IDX:
60012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60013
Key:
Data
{'content': 'drowsiness'}