Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Νυσαῖος
νυσήιον
νύσσα
νύσσω
νύσταγμα
νυσταγμός
νυστάζω
νυστακτής
νυστακτικῶς
νυσταλέος
νύσταλος
νύσταξις
νυχαυγής
νύχευμα
νυχεύω
νυχηβόρος
νυχθήμερον
νυχθήμερος
νύχιος
Νωβελίων
νώγαλα
View word page
νύσταλος
drowsy

ShortDef

drowsy

Debugging

Headword:
νύσταλος
Headword (normalized):
νύσταλος
Headword (normalized/stripped):
νυσταλος
IDX:
60011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60012
Key:

Data

{'content': 'drowsy'}