Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Νῦσα
Νυσαῖος
νυσήιον
νύσσα
νύσσω
νύσταγμα
νυσταγμός
νυστάζω
νυστακτής
νυστακτικῶς
νυσταλέος
νύσταλος
νύσταξις
νυχαυγής
νύχευμα
νυχεύω
νυχηβόρος
νυχθήμερον
νυχθήμερος
νύχιος
Νωβελίων
View word page
νυσταλέος
drowsy
ShortDef
drowsy
Debugging
Headword:
νυσταλέος
Headword (normalized):
νυσταλέος
Headword (normalized/stripped):
νυσταλεος
IDX:
60010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60011
Key:
Data
{'content': 'drowsy'}