Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυός
Νῦσα
Νυσαῖος
νυσήιον
νύσσα
νύσσω
νύσταγμα
νυσταγμός
νυστάζω
νυστακτής
νυστακτικῶς
νυσταλέος
νύσταλος
νύσταξις
νυχαυγής
νύχευμα
νυχεύω
νυχηβόρος
νυχθήμερον
νυχθήμερος
νύχιος
View word page
νυστακτικῶς
in a drowsy way

ShortDef

in a drowsy way

Debugging

Headword:
νυστακτικῶς
Headword (normalized):
νυστακτικῶς
Headword (normalized/stripped):
νυστακτικως
IDX:
60009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60010
Key:

Data

{'content': 'in a drowsy way'}