Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνάλιστος
ἀνάλκεια
ἀναλκείη
ἀναλκής
ἄναλκις
ἀνάλλακτος
ἀναλληγόρητος
ἀναλλοίωτος
ἀνάλλομαι
ἄναλλος
ἄναλμος
ἀναλογάδην
ἀναλογεῖον
ἀναλογέω
ἀναλογή
ἀναλογητέον
ἀναλογητικός
ἀναλογία
ἀναλογίζομαι
ἀναλογικός
ἀναλόγισμα
View word page
ἄναλμος
not salted
ShortDef
not salted
Debugging
Headword:
ἄναλμος
Headword (normalized):
ἄναλμος
Headword (normalized/stripped):
αναλμος
IDX:
6000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6001
Key:
Data
{'content': 'not salted'}