Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νύννιον
νύξ
νύξις
νυός
Νῦσα
Νυσαῖος
νυσήιον
νύσσα
νύσσω
νύσταγμα
νυσταγμός
νυστάζω
νυστακτής
νυστακτικῶς
νυσταλέος
νύσταλος
νύσταξις
νυχαυγής
νύχευμα
νυχεύω
νυχηβόρος
View word page
νυσταγμός
drowsiness

ShortDef

drowsiness

Debugging

Headword:
νυσταγμός
Headword (normalized):
νυσταγμός
Headword (normalized/stripped):
νυσταγμος
IDX:
60006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60007
Key:

Data

{'content': 'drowsiness'}