Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυνί
νύννιον
νύξ
νύξις
νυός
Νῦσα
Νυσαῖος
νυσήιον
νύσσα
νύσσω
νύσταγμα
νυσταγμός
νυστάζω
νυστακτής
νυστακτικῶς
νυσταλέος
νύσταλος
νύσταξις
νυχαυγής
νύχευμα
νυχεύω
View word page
νύσταγμα
nap, short sleep

ShortDef

nap, short sleep

Debugging

Headword:
νύσταγμα
Headword (normalized):
νύσταγμα
Headword (normalized/stripped):
νυσταγμα
IDX:
60005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60006
Key:

Data

{'content': 'nap, short sleep'}