Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νύναμαι
νυνατός
νυνί
νύννιον
νύξ
νύξις
νυός
Νῦσα
Νυσαῖος
νυσήιον
νύσσα
νύσσω
νύσταγμα
νυσταγμός
νυστάζω
νυστακτής
νυστακτικῶς
νυσταλέος
νύσταλος
νύσταξις
νυχαυγής
View word page
νύσσα
posts
ShortDef
posts
Debugging
Headword:
νύσσα
Headword (normalized):
νύσσα
Headword (normalized/stripped):
νυσσα
IDX:
60003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60004
Key:
Data
{'content': 'posts'}