Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νυμφώδης
νυμφών
νῦν
νῦν δή
νύναμαι
νυνατός
νυνί
νύννιον
νύξ
νύξις
νυός
Νῦσα
Νυσαῖος
νυσήιον
νύσσα
νύσσω
νύσταγμα
νυσταγμός
νυστάζω
νυστακτής
νυστακτικῶς
View word page
νυός
a daughter-in-law
ShortDef
a daughter-in-law
Debugging
Headword:
νυός
Headword (normalized):
νυός
Headword (normalized/stripped):
νυος
IDX:
59999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60000
Key:
Data
{'content': 'a daughter-in-law'}