Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νυμφοτροφέω
νυμφώδης
νυμφών
νῦν
νῦν δή
νύναμαι
νυνατός
νυνί
νύννιον
νύξ
νύξις
νυός
Νῦσα
Νυσαῖος
νυσήιον
νύσσα
νύσσω
νύσταγμα
νυσταγμός
νυστάζω
νυστακτής
View word page
νύξις
pricking, stabbing
ShortDef
pricking, stabbing
Debugging
Headword:
νύξις
Headword (normalized):
νύξις
Headword (normalized/stripped):
νυξις
IDX:
59998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59999
Key:
Data
{'content': 'pricking, stabbing'}