Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυμφοστόλος
νυμφότιμος
νυμφοτομέω
νυμφοτομία
νυμφοτροφέω
νυμφώδης
νυμφών
νῦν
νῦν δή
νύναμαι
νυνατός
νυνί
νύννιον
νύξ
νύξις
νυός
Νῦσα
Νυσαῖος
νυσήιον
νύσσα
νύσσω
View word page
νυνατός
Cret. >δυ- possible

ShortDef

Cret. >δυ- possible

Debugging

Headword:
νυνατός
Headword (normalized):
νυνατός
Headword (normalized/stripped):
νυνατος
IDX:
59994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59995
Key:

Data

{'content': 'Cret. >δυ- possible'}