Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νυμφοστολικῶς
νυμφοστόλος
νυμφότιμος
νυμφοτομέω
νυμφοτομία
νυμφοτροφέω
νυμφώδης
νυμφών
νῦν
νῦν δή
νύναμαι
νυνατός
νυνί
νύννιον
νύξ
νύξις
νυός
Νῦσα
Νυσαῖος
νυσήιον
νύσσα
View word page
νύναμαι
Cret. >δυ- be able
ShortDef
Cret. >δυ- be able
Debugging
Headword:
νύναμαι
Headword (normalized):
νύναμαι
Headword (normalized/stripped):
νυναμαι
IDX:
59993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59994
Key:
Data
{'content': 'Cret. >δυ- be able'}