Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυμφοκόμος
νυμφόληπτος
νυμφοπόνος
νυμφοστολέω
νυμφοστολικῶς
νυμφοστόλος
νυμφότιμος
νυμφοτομέω
νυμφοτομία
νυμφοτροφέω
νυμφώδης
νυμφών
νῦν
νῦν δή
νύναμαι
νυνατός
νυνί
νύννιον
νύξ
νύξις
νυός
View word page
νυμφώδης
of marriageable age

ShortDef

of marriageable age

Debugging

Headword:
νυμφώδης
Headword (normalized):
νυμφώδης
Headword (normalized/stripped):
νυμφωδης
IDX:
59989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59990
Key:

Data

{'content': 'of marriageable age'}