Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναλικμάω
ἀναλίσκω
ἀνάλιστος
ἀνάλκεια
ἀναλκείη
ἀναλκής
ἄναλκις
ἀνάλλακτος
ἀναλληγόρητος
ἀναλλοίωτος
ἀνάλλομαι
ἄναλλος
ἄναλμος
ἀναλογάδην
ἀναλογεῖον
ἀναλογέω
ἀναλογή
ἀναλογητέον
ἀναλογητικός
ἀναλογία
ἀναλογίζομαι
View word page
ἀνάλλομαι
to leap
ShortDef
to leap
Debugging
Headword:
ἀνάλλομαι
Headword (normalized):
ἀνάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
αναλλομαι
IDX:
5998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5999
Key:
Data
{'content': 'to leap'}