Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυμφίδιος
νυμφικός
νυμφίος
νύμφιος
νυμφόβας
νυμφογενής
νυμφογέννητος
νυμφόκλαυτος
νυμφοκομέω
νυμφοκόμος
νυμφόληπτος
νυμφοπόνος
νυμφοστολέω
νυμφοστολικῶς
νυμφοστόλος
νυμφότιμος
νυμφοτομέω
νυμφοτομία
νυμφοτροφέω
νυμφώδης
νυμφών
View word page
νυμφόληπτος
caught by nymphs

ShortDef

caught by nymphs

Debugging

Headword:
νυμφόληπτος
Headword (normalized):
νυμφόληπτος
Headword (normalized/stripped):
νυμφοληπτος
IDX:
59980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59981
Key:

Data

{'content': 'caught by nymphs'}