Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυμφιάω
νυμφίδες
νυμφίδιος
νυμφικός
νυμφίος
νύμφιος
νυμφόβας
νυμφογενής
νυμφογέννητος
νυμφόκλαυτος
νυμφοκομέω
νυμφοκόμος
νυμφόληπτος
νυμφοπόνος
νυμφοστολέω
νυμφοστολικῶς
νυμφοστόλος
νυμφότιμος
νυμφοτομέω
νυμφοτομία
νυμφοτροφέω
View word page
νυμφοκομέω
to dress a bride

ShortDef

to dress a bride

Debugging

Headword:
νυμφοκομέω
Headword (normalized):
νυμφοκομέω
Headword (normalized/stripped):
νυμφοκομεω
IDX:
59978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59979
Key:

Data

{'content': 'to dress a bride'}