Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νύμφευσις
νυμφευτήριος
νυμφευτής
νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
νυμφιάω
νυμφίδες
νυμφίδιος
νυμφικός
νυμφίος
νύμφιος
νυμφόβας
νυμφογενής
νυμφογέννητος
νυμφόκλαυτος
νυμφοκομέω
νυμφοκόμος
νυμφόληπτος
νυμφοπόνος
νυμφοστολέω
View word page
νυμφίος
a bridegroom, one lately married

ShortDef

a bridegroom, one lately married

Debugging

Headword:
νυμφίος
Headword (normalized):
νυμφίος
Headword (normalized/stripped):
νυμφιος
IDX:
59972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59973
Key:

Data

{'content': 'a bridegroom, one lately married'}