Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νυμφαῖος
νυμφάσματα
νυμφεῖος
νύμφευμα
νύμφευσις
νυμφευτήριος
νυμφευτής
νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
νυμφιάω
νυμφίδες
νυμφίδιος
νυμφικός
νυμφίος
νύμφιος
νυμφόβας
νυμφογενής
νυμφογέννητος
νυμφόκλαυτος
νυμφοκομέω
View word page
νυμφιάω
to be in a frenzy
ShortDef
to be in a frenzy
Debugging
Headword:
νυμφιάω
Headword (normalized):
νυμφιάω
Headword (normalized/stripped):
νυμφιαω
IDX:
59968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59969
Key:
Data
{'content': 'to be in a frenzy'}