Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νύμφαιον
νυμφαῖος
νυμφάσματα
νυμφεῖος
νύμφευμα
νύμφευσις
νυμφευτήριος
νυμφευτής
νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
νυμφιάω
νυμφίδες
νυμφίδιος
νυμφικός
νυμφίος
νύμφιος
νυμφόβας
νυμφογενής
νυμφογέννητος
νυμφόκλαυτος
View word page
νύμφη
a young wife, bride
ShortDef
a young wife, bride
Debugging
Headword:
νύμφη
Headword (normalized):
νύμφη
Headword (normalized/stripped):
νυμφη
IDX:
59967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59968
Key:
Data
{'content': 'a young wife, bride'}