Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυμφαία
νύμφαιον
νυμφαῖος
νυμφάσματα
νυμφεῖος
νύμφευμα
νύμφευσις
νυμφευτήριος
νυμφευτής
νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
νυμφιάω
νυμφίδες
νυμφίδιος
νυμφικός
νυμφίος
νύμφιος
νυμφόβας
νυμφογενής
νυμφογέννητος
View word page
νυμφεύω
to lead the bride, to give in marriage, betroth

ShortDef

to lead the bride, to give in marriage, betroth

Debugging

Headword:
νυμφεύω
Headword (normalized):
νυμφεύω
Headword (normalized/stripped):
νυμφευω
IDX:
59966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59967
Key:

Data

{'content': 'to lead the bride, to give in marriage, betroth'}