Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νυμφαγωγία
νυμφαγωγός
νυμφαία
νύμφαιον
νυμφαῖος
νυμφάσματα
νυμφεῖος
νύμφευμα
νύμφευσις
νυμφευτήριος
νυμφευτής
νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
νυμφιάω
νυμφίδες
νυμφίδιος
νυμφικός
νυμφίος
νύμφιος
νυμφόβας
View word page
νυμφευτής
one who escorts the bride to the bridegroom's house, negotiator of a marriage
ShortDef
one who escorts the bride to the bridegroom's house, negotiator of a marriage
Debugging
Headword:
νυμφευτής
Headword (normalized):
νυμφευτής
Headword (normalized/stripped):
νυμφευτης
IDX:
59964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59965
Key:
Data
{'content': "one who escorts the bride to the bridegroom's house, negotiator of a marriage"}