Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυμφαγενής
νυμφαγέτης
νυμφαγωγέω
νυμφαγωγία
νυμφαγωγός
νυμφαία
νύμφαιον
νυμφαῖος
νυμφάσματα
νυμφεῖος
νύμφευμα
νύμφευσις
νυμφευτήριος
νυμφευτής
νυμφεύτρια
νυμφεύω
νύμφη
νυμφιάω
νυμφίδες
νυμφίδιος
νυμφικός
View word page
νύμφευμα
marriage, espousal

ShortDef

marriage, espousal

Debugging

Headword:
νύμφευμα
Headword (normalized):
νύμφευμα
Headword (normalized/stripped):
νυμφευμα
IDX:
59961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59962
Key:

Data

{'content': 'marriage, espousal'}