Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυκτοφαίνουσα
νυκτοφάνεια
νυκτοφυλακέω
νυκτοφυλακία
νυκτοφύλαξ
νυκτοφυλάξια
νυκτῷον
νύκτωρ
νυμφαγενής
νυμφαγέτης
νυμφαγωγέω
νυμφαγωγία
νυμφαγωγός
νυμφαία
νύμφαιον
νυμφαῖος
νυμφάσματα
νυμφεῖος
νύμφευμα
νύμφευσις
νυμφευτήριος
View word page
νυμφαγωγέω
to lead the bride to the bridegroom's house

ShortDef

to lead the bride to the bridegroom's house

Debugging

Headword:
νυμφαγωγέω
Headword (normalized):
νυμφαγωγέω
Headword (normalized/stripped):
νυμφαγωγεω
IDX:
59953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59954
Key:

Data

{'content': "to lead the bride to the bridegroom's house"}