Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάληψις
ἀναλθής
ἀνάλθητος
ἀναλίγκιος
ἀναλικμάω
ἀναλίσκω
ἀνάλιστος
ἀνάλκεια
ἀναλκείη
ἀναλκής
ἄναλκις
ἀνάλλακτος
ἀναλληγόρητος
ἀναλλοίωτος
ἀνάλλομαι
ἄναλλος
ἄναλμος
ἀναλογάδην
ἀναλογεῖον
ἀναλογέω
ἀναλογή
View word page
ἄναλκις
without strength, impotent, feeble

ShortDef

without strength, impotent, feeble

Debugging

Headword:
ἄναλκις
Headword (normalized):
ἄναλκις
Headword (normalized/stripped):
αναλκις
IDX:
5994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5995
Key:

Data

{'content': 'without strength, impotent, feeble'}