Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυκτοπλοέω
νυκτοπλοϊκός
νυκτοπορέω
νυκτοπορία
νυκτοπότιον
νυκτοστράτηγος
νυκτουργός
νυκτοῦρος
νυκτοφαίνουσα
νυκτοφάνεια
νυκτοφυλακέω
νυκτοφυλακία
νυκτοφύλαξ
νυκτοφυλάξια
νυκτῷον
νύκτωρ
νυμφαγενής
νυμφαγέτης
νυμφαγωγέω
νυμφαγωγία
νυμφαγωγός
View word page
νυκτοφυλακέω
to keep guard by night

ShortDef

to keep guard by night

Debugging

Headword:
νυκτοφυλακέω
Headword (normalized):
νυκτοφυλακέω
Headword (normalized/stripped):
νυκτοφυλακεω
IDX:
59945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59946
Key:

Data

{'content': 'to keep guard by night'}