Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυκτοδρόμος
νυκτοειδής
νυκτοθήρας
νυκτολάλημα
νυκτόμαντις
νυκτομαχέω
νυκτομαχία
νυκτοπεριπλάνητος
νυκτοπλοέω
νυκτοπλοϊκός
νυκτοπορέω
νυκτοπορία
νυκτοπότιον
νυκτοστράτηγος
νυκτουργός
νυκτοῦρος
νυκτοφαίνουσα
νυκτοφάνεια
νυκτοφυλακέω
νυκτοφυλακία
νυκτοφύλαξ
View word page
νυκτοπορέω
to travel by night

ShortDef

to travel by night

Debugging

Headword:
νυκτοπορέω
Headword (normalized):
νυκτοπορέω
Headword (normalized/stripped):
νυκτοπορεω
IDX:
59937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59938
Key:

Data

{'content': 'to travel by night'}