Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυκτιφρούρητος
νυκτιχαρής
νυκτιχόρευτος
νυκτοβατίς
νυκτογραφία
νυκτοδρόμα
νυκτοδρομία
νυκτοδρόμος
νυκτοειδής
νυκτοθήρας
νυκτολάλημα
νυκτόμαντις
νυκτομαχέω
νυκτομαχία
νυκτοπεριπλάνητος
νυκτοπλοέω
νυκτοπλοϊκός
νυκτοπορέω
νυκτοπορία
νυκτοπότιον
νυκτοστράτηγος
View word page
νυκτολάλημα
spell for making a woman talk in her sleep

ShortDef

spell for making a woman talk in her sleep

Debugging

Headword:
νυκτολάλημα
Headword (normalized):
νυκτολάλημα
Headword (normalized/stripped):
νυκτολαλημα
IDX:
59930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59931
Key:

Data

{'content': 'spell for making a woman talk in her sleep'}