Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυκτιπλοέω
νυκτίπλοια
νυκτιπόλος
νυκτιπόρος
νυκτίρεμβος
νυκτίσεμνος
νυκτιφαής
νυκτιφανής
νυκτίφαντος
νυκτίφοιτος
νυκτιφόρος
νυκτιφρούρητος
νυκτιχαρής
νυκτιχόρευτος
νυκτοβατίς
νυκτογραφία
νυκτοδρόμα
νυκτοδρομία
νυκτοδρόμος
νυκτοειδής
νυκτοθήρας
View word page
νυκτιφόρος
bringing darkness

ShortDef

bringing darkness

Debugging

Headword:
νυκτιφόρος
Headword (normalized):
νυκτιφόρος
Headword (normalized/stripped):
νυκτιφορος
IDX:
59919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59920
Key:

Data

{'content': 'bringing darkness'}