Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναληπτήρ
ἀναληπτικός
ἀναληπτρίς
ἀνάληψις
ἀναλθής
ἀνάλθητος
ἀναλίγκιος
ἀναλικμάω
ἀναλίσκω
ἀνάλιστος
ἀνάλκεια
ἀναλκείη
ἀναλκής
ἄναλκις
ἀνάλλακτος
ἀναλληγόρητος
ἀναλλοίωτος
ἀνάλλομαι
ἄναλλος
ἄναλμος
ἀναλογάδην
View word page
ἀνάλκεια
want of strength, feebleness

ShortDef

want of strength, feebleness

Debugging

Headword:
ἀνάλκεια
Headword (normalized):
ἀνάλκεια
Headword (normalized/stripped):
αναλκεια
IDX:
5991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5992
Key:

Data

{'content': 'want of strength, feebleness'}