Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυκτινόμος
νύκτιος
νυκτιπαταιπλάγιος
νυκτιπήδηκες
νυκτίπλαγκτος
νυκτίπλανος
νυκτιπλοέω
νυκτίπλοια
νυκτιπόλος
νυκτιπόρος
νυκτίρεμβος
νυκτίσεμνος
νυκτιφαής
νυκτιφανής
νυκτίφαντος
νυκτίφοιτος
νυκτιφόρος
νυκτιφρούρητος
νυκτιχαρής
νυκτιχόρευτος
νυκτοβατίς
View word page
νυκτίρεμβος
strolling, wandering about by night

ShortDef

strolling, wandering about by night

Debugging

Headword:
νυκτίρεμβος
Headword (normalized):
νυκτίρεμβος
Headword (normalized/stripped):
νυκτιρεμβος
IDX:
59913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59914
Key:

Data

{'content': 'strolling, wandering about by night'}