Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναληπτέον
ἀναληπτήρ
ἀναληπτικός
ἀναληπτρίς
ἀνάληψις
ἀναλθής
ἀνάλθητος
ἀναλίγκιος
ἀναλικμάω
ἀναλίσκω
ἀνάλιστος
ἀνάλκεια
ἀναλκείη
ἀναλκής
ἄναλκις
ἀνάλλακτος
ἀναλληγόρητος
ἀναλλοίωτος
ἀνάλλομαι
ἄναλλος
ἄναλμος
View word page
ἀνάλιστος
unsalted: silly
ShortDef
unsalted: silly
Debugging
Headword:
ἀνάλιστος
Headword (normalized):
ἀνάλιστος
Headword (normalized/stripped):
αναλιστος
IDX:
5990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5991
Key:
Data
{'content': 'unsalted: silly'}