Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυκτιλαθραιοφάγος
νυκτιλάλος
νυκτιλαμπής
νυκτιλόχος
νυκτιμανής
νυκτιμέδουσα
νυκτινόμος
νύκτιος
νυκτιπαταιπλάγιος
νυκτιπήδηκες
νυκτίπλαγκτος
νυκτίπλανος
νυκτιπλοέω
νυκτίπλοια
νυκτιπόλος
νυκτιπόρος
νυκτίρεμβος
νυκτίσεμνος
νυκτιφαής
νυκτιφανής
νυκτίφαντος
View word page
νυκτίπλαγκτος
making to wander by night, rousing from bed

ShortDef

making to wander by night, rousing from bed

Debugging

Headword:
νυκτίπλαγκτος
Headword (normalized):
νυκτίπλαγκτος
Headword (normalized/stripped):
νυκτιπλαγκτος
IDX:
59907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59908
Key:

Data

{'content': 'making to wander by night, rousing from bed'}