Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νυκτικλέπτης
νυκτικόραξ
νυκτικρυφής
νυκτιλαθραιοφάγος
νυκτιλάλος
νυκτιλαμπής
νυκτιλόχος
νυκτιμανής
νυκτιμέδουσα
νυκτινόμος
νύκτιος
νυκτιπαταιπλάγιος
νυκτιπήδηκες
νυκτίπλαγκτος
νυκτίπλανος
νυκτιπλοέω
νυκτίπλοια
νυκτιπόλος
νυκτιπόρος
νυκτίρεμβος
νυκτίσεμνος
View word page
νύκτιος
nightly
ShortDef
nightly
Debugging
Headword:
νύκτιος
Headword (normalized):
νύκτιος
Headword (normalized/stripped):
νυκτιος
IDX:
59904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59905
Key:
Data
{'content': 'nightly'}