Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυκτερευτής
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινεία
νυκτερινός
νυκτερίς
νυκτερόβιος
νυκτεροφεγγής
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορία
νυκτῆμαρ
νυκτηρεφής
νυκτιβάτης
νυκτιβόη
νυκτίβρομος
νυκτίγαμος
νυκτιγενέτωρ
νυκτιδιέξοδος
νυκτιδρόμος
View word page
νυκτηγορέω
to summon by night

ShortDef

to summon by night

Debugging

Headword:
νυκτηγορέω
Headword (normalized):
νυκτηγορέω
Headword (normalized/stripped):
νυκτηγορεω
IDX:
59883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59884
Key:

Data

{'content': 'to summon by night'}