Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυκτέρευμα
νυκτερευτής
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινεία
νυκτερινός
νυκτερίς
νυκτερόβιος
νυκτεροφεγγής
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορία
νυκτῆμαρ
νυκτηρεφής
νυκτιβάτης
νυκτιβόη
νυκτίβρομος
νυκτίγαμος
νυκτιγενέτωρ
νυκτιδιέξοδος
View word page
νυκτερωπός
appearing by night

ShortDef

appearing by night

Debugging

Headword:
νυκτερωπός
Headword (normalized):
νυκτερωπός
Headword (normalized/stripped):
νυκτερωπος
IDX:
59882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59883
Key:

Data

{'content': 'appearing by night'}