Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυκτερείσιος
νυκτερέτης
νυκτέρευμα
νυκτερευτής
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινεία
νυκτερινός
νυκτερίς
νυκτερόβιος
νυκτεροφεγγής
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορία
νυκτῆμαρ
νυκτηρεφής
νυκτιβάτης
νυκτιβόη
νυκτίβρομος
νυκτίγαμος
View word page
νυκτερόβιος
feeding by night

ShortDef

feeding by night

Debugging

Headword:
νυκτερόβιος
Headword (normalized):
νυκτερόβιος
Headword (normalized/stripped):
νυκτεροβιος
IDX:
59880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59881
Key:

Data

{'content': 'feeding by night'}