Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νυκτέρεια
νυκτερείσιος
νυκτερέτης
νυκτέρευμα
νυκτερευτής
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινεία
νυκτερινός
νυκτερίς
νυκτερόβιος
νυκτεροφεγγής
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορία
νυκτῆμαρ
νυκτηρεφής
νυκτιβάτης
νυκτιβόη
νυκτίβρομος
View word page
νυκτερίς
a bat
ShortDef
a bat
Debugging
Headword:
νυκτερίς
Headword (normalized):
νυκτερίς
Headword (normalized/stripped):
νυκτερις
IDX:
59879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59880
Key:
Data
{'content': 'a bat'}