Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυκτερεία
νυκτέρεια
νυκτερείσιος
νυκτερέτης
νυκτέρευμα
νυκτερευτής
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινεία
νυκτερινός
νυκτερίς
νυκτερόβιος
νυκτεροφεγγής
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορία
νυκτῆμαρ
νυκτηρεφής
νυκτιβάτης
νυκτιβόη
View word page
νυκτερινός
by night, nightly

ShortDef

by night, nightly

Debugging

Headword:
νυκτερινός
Headword (normalized):
νυκτερινός
Headword (normalized/stripped):
νυκτερινος
IDX:
59878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59879
Key:

Data

{'content': 'by night, nightly'}