Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νυκτέπαρχος
νυκτερεία
νυκτέρεια
νυκτερείσιος
νυκτερέτης
νυκτέρευμα
νυκτερευτής
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινεία
νυκτερινός
νυκτερίς
νυκτερόβιος
νυκτεροφεγγής
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορία
νυκτῆμαρ
νυκτηρεφής
νυκτιβάτης
View word page
νυκτερινεία
office of commander of the night-watch
ShortDef
office of commander of the night-watch
Debugging
Headword:
νυκτερινεία
Headword (normalized):
νυκτερινεία
Headword (normalized/stripped):
νυκτερινεια
IDX:
59877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59878
Key:
Data
{'content': 'office of commander of the night-watch'}