Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυκτέλιος
νυκτέπαρχος
νυκτερεία
νυκτέρεια
νυκτερείσιος
νυκτερέτης
νυκτέρευμα
νυκτερευτής
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινεία
νυκτερινός
νυκτερίς
νυκτερόβιος
νυκτεροφεγγής
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
νυκτηγορία
νυκτῆμαρ
νυκτηρεφής
View word page
νυκτερήσιος
nightly

ShortDef

nightly

Debugging

Headword:
νυκτερήσιος
Headword (normalized):
νυκτερήσιος
Headword (normalized/stripped):
νυκτερησιος
IDX:
59876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59877
Key:

Data

{'content': 'nightly'}