Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νυκταυγής
νυκτεγερσία
νυκτεγερτέω
νυκτέλιος
νυκτέπαρχος
νυκτερεία
νυκτέρεια
νυκτερείσιος
νυκτερέτης
νυκτέρευμα
νυκτερευτής
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινεία
νυκτερινός
νυκτερίς
νυκτερόβιος
νυκτεροφεγγής
νυκτερωπός
νυκτηγορέω
View word page
νυκτερευτής
one who hunts
ShortDef
one who hunts
Debugging
Headword:
νυκτερευτής
Headword (normalized):
νυκτερευτής
Headword (normalized/stripped):
νυκτερευτης
IDX:
59873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59874
Key:
Data
{'content': 'one who hunts'}