Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυκταλωπικός
νυκτάλωψ
νυκταυγής
νυκτεγερσία
νυκτεγερτέω
νυκτέλιος
νυκτέπαρχος
νυκτερεία
νυκτέρεια
νυκτερείσιος
νυκτερέτης
νυκτέρευμα
νυκτερευτής
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινεία
νυκτερινός
νυκτερίς
νυκτερόβιος
νυκτεροφεγγής
View word page
νυκτερέτης
one who rows by night

ShortDef

one who rows by night

Debugging

Headword:
νυκτερέτης
Headword (normalized):
νυκτερέτης
Headword (normalized/stripped):
νυκτερετης
IDX:
59871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59872
Key:

Data

{'content': 'one who rows by night'}