Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νυκταλωπιάω
νυκταλωπικός
νυκτάλωψ
νυκταυγής
νυκτεγερσία
νυκτεγερτέω
νυκτέλιος
νυκτέπαρχος
νυκτερεία
νυκτέρεια
νυκτερείσιος
νυκτερέτης
νυκτέρευμα
νυκτερευτής
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινεία
νυκτερινός
νυκτερίς
νυκτερόβιος
View word page
νυκτερείσιος
thrusting in the night

ShortDef

thrusting in the night

Debugging

Headword:
νυκτερείσιος
Headword (normalized):
νυκτερείσιος
Headword (normalized/stripped):
νυκτερεισιος
IDX:
59870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59871
Key:

Data

{'content': 'thrusting in the night'}