Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νυκταλωπίασις
νυκταλωπιάω
νυκταλωπικός
νυκτάλωψ
νυκταυγής
νυκτεγερσία
νυκτεγερτέω
νυκτέλιος
νυκτέπαρχος
νυκτερεία
νυκτέρεια
νυκτερείσιος
νυκτερέτης
νυκτέρευμα
νυκτερευτής
νυκτερευτικός
νυκτερεύω
νυκτερήσιος
νυκτερινεία
νυκτερινός
νυκτερίς
View word page
νυκτέρεια
hunting by night, taking game asleep
ShortDef
hunting by night, taking game asleep
Debugging
Headword:
νυκτέρεια
Headword (normalized):
νυκτέρεια
Headword (normalized/stripped):
νυκτερεια
IDX:
59869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59870
Key:
Data
{'content': 'hunting by night, taking game asleep'}